- στάλσις
- -εως, ἡ, ΜΑμσν.έλεγχος, εξέτασηαρχ.ιατρ. αναστολή, επίσχεση («ἐπὶ τῶν ροωδῶν τὴν στάλσιν», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμ. σταλ τού στέλλω* + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάλσει — στάλσις checking fem nom/voc/acc dual (attic epic) στάλσεϊ , στάλσις checking fem dat sg (epic) στάλσις checking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσεις — στάλσις checking fem nom/voc pl (attic epic) στάλσις checking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσιν — στάλσις checking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλσιμο — το, Ν αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάλσις + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
σταλτικός — ή, ό / σταλτικός, ή, όν, ΝΑ [στάλσις] νεοελλ. στυπτικός («φάρμακα σταλτικα») αρχ. αυτός που μπορεί να περιστέλλει, συσταλτικός … Dictionary of Greek
στάλσεως — στάλσεω̆ς , στάλσις checking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)